- ευκταίος
- αία, ον желательный, желанный, желаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐκταῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου … Dictionary of Greek
εὐκταῖον — εὐκταῖος of masc acc sg εὐκταῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταῖα — εὐκταῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταῖαι — εὐκταῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταιότερον — εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of adverbial comp εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of masc acc comp sg εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταιοτάτων — εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of fem gen superl pl εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταιότατα — εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of adverbial superl εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταιότατον — εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of masc acc superl sg εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταία — εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc/acc dual εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκταίας — εὐκταί̱ᾱς , εὐκταῖος of fem acc pl εὐκταί̱ᾱς , εὐκταῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)